- ζηλεύω
- και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II]μιμούμαι με ζήλο, με προθυμίανεοελλ.1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, -η, -οζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη», Ζαλοκ.)νεοελλ.-μσν.1. επιθυμώ τα ξένα αγαθά, φθονώ («τόν ζηλεύει που πλούτισε»)2. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι3. μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον για κάτι καλό («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα τό ζηλεύει», Σολωμ.).
Dictionary of Greek. 2013.